ἁλμυρή

ἁλμυρή
ἁλμυρός
salt
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Αλμυρή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 36 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Αλμυρή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 589 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… …   Dictionary of Greek

  • Βαν, λίμνη — (Van). Αλμυρή λίμνη (3.760 τ.χλμ.) της ανατολικής Τουρκίας, στα εδάφη της Αρμενίας, 100 χλμ. ΝΔ του ηφαιστειακού συστήματος του όρους Αραράτ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.720 μ. και έχει βάθος το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 70 και 100 μ. Είναι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”